περίκτησις

English (LSJ)

-εως, ἡ, acquisition, οὐσίας A.D.Synt.278.8, cf.S.E. M.7.166, 11.146, App.Prooemia 11, Vett.Val.41.21, etc.

German (Pape)

[Seite 581] ἡ, Erwerb, S. Emp. adv. eth. 146.

Russian (Dvoretsky)

περίκτησις: εως ἡ приобретение Sext.

Greek (Liddell-Scott)

περίκτησις: ἡ, τὸ κτᾶσθαί τι, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 166., 11. 146, κτλ.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α περικτῶμαι
πλήρης κτήση ή απόκτηση («οὐσίας περίκτησις», Απολλ. Δύσκ.).