κτήση
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
Greek Monolingual
η (AM κτῆσις, -έως, Α ιων. γεν. -ιος)
1. απόκτηση, πρόσκτηση, κατοχή («χρημάτων καὶ κτημάτων κτῆσιν», Πλάτ.)
2. αυτό που κατέχει κάποιος, ιδιοκτησία, περιουσία, κτήμα («κτῆσίν τε ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων ἐργασίας», Θουκ.)
νεοελλ.
ξένη χώρα που κατέχεται από κάποιο κράτος και στην οποία αυτό ασκεί δικαίωμα κυριαρχίας («οι αγγλικές κτήσεις»)
αρχ.
συν. στον πληθ. αἱ κτήσεις
α) (περιλπτ.) κτήματα, περιουσία
β) αγροτικά κτήματα, επαύλεις, υποστατικά, αγροί («ἀνδράποδα ὅσα κατέλιπον ἐπὶ τῶν κτήσεων», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτη- (πρβλ. κτή-σομαι, μέλλ. του κτῶμαι) + κατάλ. -σις (πρβλ. πτήσις, ρήσις)].