περίογκος
English (LSJ)
περίογκον, of great size, bulky, Arist.Phgn.810b15, Heliod. ap. Orib.44.8.23.
German (Pape)
[Seite 584] groß an Umfang, Arist. physiogn. 6.
Russian (Dvoretsky)
περίογκος: разбухший, раздувшийся, т. е. полный (ἄνθρωπος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
περίογκος: -ον, ὁ μέγας τὸν ὄγκον, ὀγκώδης, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 9.
Greek Monolingual
-ον, Α
υπέρογκος, υπερμεγέθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὄγκος.