υπέρογκος
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπέρογκος, -ον, ΜΝΑ
1. υπέρμετρα ογκώδης, τεράστιος
2. συνεκδ. υπέρμετρος, υπερβολικός (α. «ὑπέρογκες δαπάνες» β. «τὰς μεγάλας οὐσίας καὶ ὑπερόγκους», Πλάτ.)
νεοελλ.
φρ. «υπέρογκη βλάβη»
ρωμ. δίκ. βλάβη που συνίσταται στην πώληση ενός αγαθού σε τιμή χαμηλότερη από το μισό της αγοραίας αξίας την οποία αυτό είχε στο διάστημα της αγοραπωλησίας
μσν.-αρχ.
(το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρογκον και ὑπέρογκα
με πομπώδη και κομπαστικό τρόπο
αρχ.
1. (για λεκτικό ύφος) πάρα πολύ πομπώδης, στομφώδης
2. δύσκολος.
επίρρ...
υπερόγκως / ὑπερόγκως, ΝΜΑ, και υπέρογκα Ν
νεοελλ.
σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπέρμετρα
αρχ.
1. με εξαιρετικά μεγαλοπρεπή ή και πομπώδη τρόπο
2. με υψηλόφρονα ή περήφανο τρόπο («ὑπερόγκως καὶ μεγαλοπρεπῶς λογιζόμενος», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὄγκος (πρβλ. ἔξογκος)].