περίσκεψις

English (LSJ)

-εως, ἡ, Delph. παρίσκεψις (q.v.), consideration, τοῦ πράγματος Eudor. ap. Stob.2.7.2; μετά, ἄνευ περισκέψεως, Str.4.4.2, Chrysipp.(?)Stoic.3.115.

German (Pape)

[Seite 591] ἡ, das Umsichsehen, die Umsicht, Untersuchung, Sp., wie Schol. Thuc. 4, 86.

Greek (Liddell-Scott)

περίσκεψις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἀκριβὴς ἐξέτασις, ἡ θεωρία ἐστὶ περίσκεψις τοῦ πράγματος Στοβ. Ἐκλογ. 2. 48· οὐ μετὰ περισκέψεως Στράβ. 195.