παρίσκεψις
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
ιος, ἡ, Dor. for περίσκεψις, prob. in Foed.Delph.Pell. 1 A 13 (Class.Phil.20.144).
Greek Monolingual
η, Α
επιγρ. (δωρ. τ.) αντί περίσκεψις.