περγαμηνός
Greek Monolingual
-ή, -ό / περγαμηνός, -ή, -όν, ΝΑ Πέργαμος
1. αυτός που προέρχεται από την Πέργαμο ή αυτός που κατασκευάζεται στην Πέργαμο
2. το θηλ. ως ουσ. η περγαμηνή
βλ. περγαμηνή
νεοελλ.
1. (το αρσ. και το θηλ. ως κύριο όν.) ο Περγαμηνός και η Περγαμηνή
ο κάτοικος της Περγάμου
2. φρ. «περγαμηνός χάρτης» — περγαμηνή φυτική.