περγαμηνή
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
λευκή, στιλπνή και λεπτή μεμβράνη από μαλακό δέρμα προβάτου, μοσχαριού ή κατσικιού, που μετά από τη συνήθη βυρσοδεψική κατεργασία μετατρέπεται σε γραφικό υλικό, το οποίο ονομάστηκε έτσι από το αφετηριακό κέντρο παραγωγής της, δηλαδή την πόλη Πέργαμο της Μ. Ασίας, όπου πιστεύεται ότι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά και που πριν από τον 4ο αιώνα λεγόταν διφθέρα
νεοελλ.
1. συνεκδ. κείμενο γραμμένο σε τέτοια μεμβράνη και, κυρίως, τίτλος σπουδών, βράβευσης, ευρεσιτεχνίας ή άλλων εξαιρετικών ιδιοτήτων
2. (κατ' επέκτ.) απόδειξη τίτλου
3. μτφ. τίτλος ευγενείας ή τιμητικής διάκρισης («έχει πολλές περγαμηνές»)
4. φρ. «περγαμηνή φυτική» ή «παπυρική περγαμηνή» — περγαμηνή που κατασκευάζεται χημικώς με επίδραση θειικού οξέος σε συνηθισμένο χαρτί χωρίς κόλλα και χρησιμοποιείται σε πολύ επίσημα έγγραφα ή διπλώματα, αλλ. περγαμηνός χάρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ονομασία της αρχαίας πόλης Περγάμου της Ιωνίας, όπου κατασκευάζονταν δερμάτινα βιβλία].