περητήριον
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 564] τό, der Bohrer, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
περητήριον: τό, (περάω) εἶδος τρυπάνου, «περητηρίῳ. τρυπάνῳ τῷ εὐθεῖ καὶ ὀξεῖ· ἔστι γὰρ καὶ ἕτερον ἡ χοινικὶς» Γαληνοῦ Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 542.
Greek Monolingual
τὸ, Α
τρυπάνι, αρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περῶ + επίθημα -τήριον (πρβλ. διαβατήριον)].
Translations
borer
Bulgarian: бормашина; Georgian: ბურღი; German: Bohrmaschine; Greek: τρυπάνι; Ancient Greek: περητήριον, τέρετρον, τορεύς, τόρος, τρυπάνη, τρύπανον; Ido: borilo; Irish: tollaire; Italian: alesatore; Latin: terebra; Lithuanian: urbis; Macedonian: дупчалка, бормашина, бургија; Ottoman Turkish: بورغو, مثقب; Persian: مته; Romanian: mașină de găurit, bormașină; Russian: бурав, бур, сверло; Swedish: borrmaskin