περιαμπέτιξ

English (LSJ)

περιάμπαξ, SIG 685.67, al.

Greek (Liddell-Scott)

περιαμπέτιξ: πέριξ, Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2554. 109, 115, 135, 144· ἐν στίχῳ 116, ἀπαντᾷ ἀμπέτιξ ἄνευ τῆς περί· ἴδε Böckh 2. σ. 405.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. περιάμπαξ.