περιανθής

English (LSJ)

περιανθές, with flowers all round, Nic.Fr.130.

German (Pape)

[Seite 569] ές, rings umher blühend, Nic. bei Schol. Ar. Equ. 406.

Greek (Liddell-Scott)

περιανθής: -ές, ὁ ἔχων ὁλόγυρα ἄνθη, Νίκανδρ. ἐν τοῖς Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 408.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει άνθη ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. δίανθής, ευανθής].