περιδένω

Greek Monolingual

περιδέω, ΝΑ
1. δένω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περισφίγγω
2. περιβάλλω, περιζώνω
3. μέσ. περιδένομαι / περιδέομαι
είμαι δεμένος ολόγυρα, περιβάλλομαι με κάτι.