περιδέω, ΝΑ1. δένω κάτι γύρω από κάτι άλλο, περισφίγγω2. περιβάλλω, περιζώνω3. μέσ. περιδένομαι / περιδέομαιείμαι δεμένος ολόγυρα, περιβάλλομαι με κάτι.