περισφίγγω

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισφίγγω Medium diacritics: περισφίγγω Low diacritics: περισφίγγω Capitals: ΠΕΡΙΣΦΙΓΓΩ
Transliteration A: perisphíngō Transliteration B: perisphingō Transliteration C: perisfiggo Beta Code: perisfi/ggw

English (LSJ)

A bind tightly all round, βοὸς οὐρᾷ τὸν αὐχένα π. D.S.3.33; κύκλος οὐρανοῦ π. πάντα Ph.1.227; χεῖρα σπατάλῃ AP6.74 (Agath.); δεσμῷ… Ἅρηα περισφίγξας Ἀφροδίτῃ Nonn. D. 5.585; apply closely, of a cupping-instrument, Aret.CA1.10:—Pass., Hp.Oss.13, J.AJ3.7.4; τῷ πυφμένι -έσφιγκται σωλήν Str.16.2.13: abs., contract, shrink, Hp.VC15; π. τοῖς ἱδρῶσι τοὺς λινοῦς Sor.1.83.
2 metaph., tighten up, make more stringent, νόμον Just.Nov.46 Praef.

German (Pape)

[Seite 595] darum, von allen Seiten zusammenbinden, -schnüren, -pressen; Hippocr.; Luc. amor. 41; περισφίγξω χεῖρα σπατάλῃ, Agath. 27 (VI, 74); M. Arg. 3 (V, 104).

Russian (Dvoretsky)

περισφίγγω: со всех сторон сжимать, отовсюду сдавливать (τὸν αὐχένα τινί Diod.; χεῖρα σπατάλῃ Anth.): ὁ ὄφις τοῖς κόλποις περισφίγξας αὐτόν Plut. змея, сдавившая его своими кольцами.

Greek (Liddell-Scott)

περισφίγγω: ἰσχυρῶς ἢ σφιγκτὰ δένω ὁλόγυρα, βοὸς οὐρᾷ π. τὸν αὐχένα Διόδ. 3. 33, κτλ.· ― Παθ., Ἱππ. Κεφαλ. τρωμ. 908, πρβλ. 278. 9.

Greek Monolingual

ΝΑ
σφίγγω κάποιον ή κάτι ολόγυρα, σφίγγω δυνατά από παντού
νεοελλ.
1. περιστοιχίζω, περιβάλλω
2. (σχετικά με φρούρια ή πόλεις) περικυκλώνω, πολιορκώ στενά
3. μτφ. πλησιάζω κάποιον από όλες τις πλευρές για να του κάνω κακό
αρχ.
1. (για τον κύκλο του ουρανού) περιζώνω σφιχτά από παντού
2. εφαρμόζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο σφίγγοντάς το
3. συστέλλω, μαζεύω
4. περιορίζω, περιστέλλω
5. καταπνίγω
6. εγκλείω
7. σφίγγω στην αγκαλιά μου, αγκαλιάζω
8. περιέχω
9. μτφ. α) συνάπτω, δένω με άρρηκτους δεσμούς
β) καθιστώ κάτι αυστηρότερο.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-σφίγγω insnoeren, vastbinden; pass. bekneld raken.