περικαταχέω

English (LSJ)

pour down over, Posidon.70 J.

German (Pape)

[Seite 579] (χέω), herum od. darüberher ausgießen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περικαταχέω: χύνω ὁλόγυρα ἐπί τινος, Στράβ. 764.

Greek Monolingual

Α
χύνω κάτι ολόγυρα ή πάνω σε κάτι άλλο, περιχύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καταχέω «χύνω πάνω σε κάτι»].