περιμήρια
English (LSJ)
τά, covering for the thighs, Glossaria:—also περιμηρίδες, αἱ, ib.:—but περιμηρέδιον, τό, is f.l. for παραμηρέδιον, Arr.Tact.4.1.
German (Pape)
[Seite 583] τά, alles die Schenkel od. Hüften Umgebende (?).
Greek (Liddell-Scott)
περιμήρια: τά, τὰ τῶν μηρῶν περικαλύμματα, Γλωσσ.· - οὕτω περιμηρίδιον, τό, Ἀρρ. Τακτ. σ. 14, Ἀνώνυμ. ἐν Montf. Bibl. Coisl. σ. 514.
Greek Monolingual
τὰ, Α περίμηρος
περικαλύμματα τών μηρών.