περιμηρίδες
From LSJ
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
αἱ, covering for the thighs, Gloss.
Greek Monolingual
αἱ, Α
τα περιμήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περίμηρος + επίθημα -ις, -ίδος].