περιοκέλλω

English (LSJ)

prop. of a ship, run aground: metaph., εἰς ἐπιτηδεύσεις χειρίστας π. fall into the worst habits, D.S.12.12.

German (Pape)

[Seite 585] eigtl. vom Schiffe, auf den Strand laufen, dah. übh. in eine üble Lage geraten, Sp., wie D. Sic.

Russian (Dvoretsky)

περιοκέλλω: досл. причаливать, приставать к берегу, перен. попадать впадать (εἰς χειρίστας ἐπιτηδεύσεις Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

περιοκέλλω: κυρίως ἐπὶ πλοίου, ἐξοκέλλω· μεταφ., π. εἰς χειρίστας ἐπιτηδεύσεις, ἐμπίπτω εἰς τὰς χειρίστας ἕξεις, Διόδ. 12. 12.

Greek Monolingual

Α
1. (για πλοίο) εξοκέλλω, πέφτω έξω
2. μτφ. καταντώ, περιπίπτω σε κακή κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ὀκέλλω «πέφτω έξω, καταντώ»].