εξοκέλλω
From LSJ
τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.
Greek Monolingual
(AM ἐξοκέλλω)
1. (για πλοία και ναυτικούς) πέφτω στην ξηρά ξεφεύγοντας από την ορθή πορεία, προσαράσσω, ναυαγώ
2. μτφ. παρασύρομαι, παρεκτρέπομαι
αρχ.-μσν.
1. (για συμφορά, αρρώστια κ.λπ.) πέφτω κατακέφαλα, χτυπώ ξαφνικά
2. παρασύρω κάποιον στην καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οκέλλω «θέτω σε κίνηση»].