περιπλίγδην

English (LSJ)

περιβάδην, Hsch.

German (Pape)

[Seite 588] adv., = περιπλίξ (?).

Greek (Liddell-Scott)

περιπλίγδην: «περιβάδην» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «περιβάδην».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιπλιγ- του περιπλίσσομαι (πρβλ. πλίγμα) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγδην)].