περιπολία

Greek Monolingual

η, ΝΑ, ιων. τ. περιπολίη Α περίπολος
νεοελλ.
1. στρ. η ενέργεια του περιπολώ, η φρούρηση ενός στρατιωτικής σημασίας στόχου με μικρή ένοπλη δύναμη, η οποία περιφέρεται μέσα στον αντίστοιχο τόπο ή κινείται περιμετρικά γύρω από αυτόν
2. η περίπολος
αρχ.
η περιστροφική κίνηση τών ουράνιων σωμάτων, περιπόλησις.