περιρρυής

English (LSJ)

περιρρυές, falling down all round, Glossaria on περιρρηδής, Piusap. Orum in EM664.39.

Greek (Liddell-Scott)

περιρρυής: -ές, ὁ καταπίπτων ὁλόγυρα, Πῖος παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 664. 39, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως περιρρηδής.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που ρέει κυκλικά, που ρέει ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ρρυής (< θ. ρυη- του ῥέω, πρβλ. αόρ. β' -ρρύη-ν), πρβλ. καταρρυής].

German (Pape)

ές, ringsumher herabfließend, -fallend, EM. p. 664.39.