καταρρυής

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταρρῠής Medium diacritics: καταρρυής Low diacritics: καταρρυής Capitals: ΚΑΤΑΡΡΥΗΣ
Transliteration A: katarryḗs Transliteration B: katarryēs Transliteration C: katarryis Beta Code: katarruh/s

English (LSJ)

καταρρυές, slipping away: hence, dripping with fat, μηροί S.Ant.1010.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui découle, qui tombe.
Étymologie: καταρρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταρρυής -ές [καταρρέω] druipend.

German (Pape)

ές, herabfließend, -fallend, Soph. Ant. 1910.

Russian (Dvoretsky)

καταρρυής: отпадающий, отваливающийся (μηροί Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

καταρρυής: -ές, καταρρέων, καταπίπτων, Σοφ. Ἀντ. 1010· πρβλ. καταρρέω, Ι. 4.

Greek Monolingual

καταρρυής, -ές (Α)
1. αυτός που ρέει προς τα κάτω γλιστρώντας
2. (για λιπαρές σάρκες που θερμαίνονται) σταλάζω λίπος («καταρρυεῖς μηροὶ καλυπτῆς ἐξέκειντο πιμελῆς», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ρρυής (< ῥέω, πρβλ. αόρ. β' -ρρύ-ην), πρβλ. αιμορρυής, περιρρυής].

Greek Monotonic

καταρρυής: -ές (καταρρέω), αυτός που καταπίπτει, αυτός που πέφτει, σε Σοφ.

Middle Liddell

καταρρυής, ές καταρρέω
falling away, Soph.