περισκελίδα

Greek Monolingual

η / περισκελίς, -ίδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. ένδυμα που περιβάλλει το κάτω μέρος του κορμού και χωριστά καθένα από τα δύο σκέλη, το πανταλόνι ή παντελόνι
2. φρ. α) «ανδρική περισκελίδα» — το ανδρικό πανταλόνι
β) «στρατιωτική περισκελίδα»
i. μακρύ στρατιωτικό πανταλόνι χρώματος χακί
ii. στρατιωτική κυλότα που φοριέται με μπότες
γ) «εσωτερική περισκελίδα» — το σώβρακο
αρχ.
1. είδος γυναικείου κοσμήματος που φορούσαν σαν βραχιόλι γύρω από τους μηρούς, την κνήμη ή τα σφυρά («τὰς κόρας φορεῖν περισκελίδας», Μέν.)
2. είδος στολίσματος στη βάση ποτηριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περισκελής (ΙΙ), κατά τα θηλ. σε -ίς].