περιστέριον

English (LSJ)

τό, = περιστερίδιον (little pigeon), Pherecr. 135, Phryn.Com.51, BGU1095.16 (i A.D.), etc.
II vervain, Verbena officinalis, Dsc.4.59.

German (Pape)

[Seite 594] τό, dim. von περιστερά, Täubchen, junge oder kleine Taube, Anaxandrid. bei Ath. XIV, 654.

Greek (Liddell-Scott)

περιστέριον: ὑποκορ. τοῦ περιστερά, Φερεκρ. ἐν «Πετάλῃ» 2, Φρύνιχ. Κωμικ. ἐν «Τραγῳδοῖς» 4, κτλ.· ― ὡσαύτως περιστερίδιον, τό, Ἀθήν. 654Α· περιστερίς, -ίδος, ἡ, Γαλην. τ. 6, σ. 708, 2. ΙΙ. γυναικεῖον κόσμημα, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 319.