περιστερίδιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of περιστερά, PGoodsp.Cair.30 v 20, al. (ii A. D.), PLips.97 xxvi 9 (iv A.D.), f.l. in LXX Le.1.14, interpol. in Ath.14.654a.
German (Pape)
[Seite 594] τό, = Folgdm, Ath. XIV, 654 a.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(υποκορ. τ.) περιστεράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. ιππίδιον, ονίδιον)].