περισταυρόω
English (LSJ)
fence about with, palisade, τινὰς δένδρεσιν Th.2.75:—Pass., αἱ οἰκίαι κύκλῳ περιεσταύρωντο X.An.7.4.14:—Med., περισταυρωσάμενοι having entrenched themselves, Id.HG3.2.2.
German (Pape)
[Seite 593] mit Pallisaden rings versehen, befestigen, Thuc. 2, 75 u. A. – Med., Xen. Hell. 3, 2, 2.
French (Bailly abrégé)
περισταυρῶ :
entourer de pieux ou d'une palissade, acc.;
Moy. περισταυρόομαι, περισταυροῦμαι m. sign.
Étymologie: περί, σταυρόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-σταυρόω omheinen; med. zich verschansen.
Russian (Dvoretsky)
περισταυρόω: окружать частоколом, огораживать (τι δένδροις Thuc.; αἱ οἰκίαι κύκλῳ περιεσταύρωντο σταυροῖς Xen.): στρατοπεδευσάμενοι καὶ περισταυρωσάμενοι Xen. расположившись лагерем и окружив себя частоколом.
Greek (Liddell-Scott)
περισταυρόω: ὀχυρώνω ὁλόγυρα διὰ σταυρωμάτων καὶ τάφρου, περιφράττω μὲ «παλούκια», Θουκ. 2. 75· ― Παθ., αἱ οἰκίαι κύκλῳ περιεσταύρωντο Ξεν. Ἀνάβ. 7. 4, 14· ― Μέσ., περισταυρωσάμενοι, περιχαρακωθέντες, ὀχυρωθέντες, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλην. 3. 2, 2.
Greek Monotonic
περισταυρόω: μέλ. -ώσω, περιφράζω ολόγυρα με πασσάλους, οχυρώνω, σε Θουκ. — Μέσ., περισταυρωσάμενοι, οχυρωμένοι, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. ώσω
to fence about with a palisade, to entrench, Thuc.:—Mid., περισταυρωσάμενοι having entrenched themselves, Xen.