περιστεράκι

Greek Monolingual

το, Ν περιστέρι
1. υποκορ. μικρό περιστέριπεριστεράκι θα γενώ να κάτσω στο λαιμό σου»)
2. θωπευτικό επίθετο ωραίων ή αγαπημένων γυναικών
3. μτφ. αθώα τρυφερή ύπαρξη.