περιστεροπώλης

English (LSJ)

περιστεροπώλου, ὁ, pigeon-dealer, BGU1258.10 (ii. B.C.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
έμπορος περιστεριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περιστερά + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυοπώλης.