περιτρέμω

English (LSJ)

tremble for, τοῖς ἱματιδίοις Arr.Epict.3.26.36; v. περιτρέπω 1.3.

German (Pape)

[Seite 597] (s. τρέμω), ringsum zittern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περιτρέμω: τρέμω ὁλόγυρα, ὅλος τρέμω, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 26, 36, Ἐκκλ.· πρβλ. περιτρομέω.

Greek Monolingual

Α
τρέμω ολόκληρος, τρέμει όλο μου το σώμα.