περιφορητικός

English (LSJ)

περιφορητική, περιφορητικόν, current, λόγος S.E.M.10.87.

German (Pape)

[Seite 599] ή, όν, = Folgdm; λόγος, S. Emp. adv. phys. 2, 87.

Russian (Dvoretsky)

περιφορητικός: общераспространенный, избитый (λόγος Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

περιφορητικός: -ή, -όν, παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 87, π. λόγος, πιθαν. ἡμαρτημ. ἀντὶ παραφορητικός, ἀπατηλός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περιφορητός
αυτός που περιφέρεται γρήγορα, ταχύς κατά την περιφορά.