περιφορητός
ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots
English (LSJ)
περιφορητόν,
A portable, οἰκήματα Hdt.4.190; δεῖπνον Str.3.3.7, cf. A.D.Synt.310.14.
II notorious, infamous, Anacr.21.2: with a pun in Diph.36, Plu.Per.27.
German (Pape)
[Seite 599] herumgetragen, herumzutragen; οἰκήματα, Her. 4, 190, Sp., wie Anacr. 66 bei Ath. XII, 533, berühmt, vgl. Plut. Per. 27.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α περιφορώ
1. αυτός που μπορεί να περιφέρεται, που μπορεί να μετακινείται («οἰκήματα... περιφορητά», Στράβ.)
2. εκείνος τον οποίο μεταφέρουν ξαπλωμένο σε κλίνη, ο ξακουστός για την τρυφηλή ζωή του.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιφορητός -ή -όν [περιφέρω] draagbaar; overdr. (‘rondgedragen’, vandaar) berucht, bekend:. ὁ περιφορητὸς Ἀρτέμων de beruchte Artemon Plut. Per. 27.4.
Russian (Dvoretsky)
περιφορητός: переносный (οἰκήματα Her.).
Translations
infamous
Bulgarian: опозорен; Catalan: infame; Chinese Mandarin: 臭名昭著; Czech: nechvalně známý; Danish: berygtet, infamøs; Dutch: berucht; Esperanto: fifama; Finnish: pahamaineinen, surullisenkuuluisa; French: tristement célèbre; Galician: infame; German: anrüchig, berüchtigt, berühmt, ehrlos, entehrend, gemein, infam, niederträchtig, schändlich, verrucht, verrufen; Greek: διαβόητος; Ancient Greek: ἀδόκιμος, ἄδοξος, αἰσχρός, ἀμφιβόητος, ἀνώνυμος, ἀοίδιμος, ἀριγνώς, ἀρίγνωτος, ἄρρητος, ἄσχημος, ἀσχήμων, βδελυρός, βδελυχρός, διαβόητος, δυσκλεής, δύσφημος, ἐπιβόητος, ἐπίρρητος, κακόδοξος, κακοήθης, κατάφημος, κλύμενος, περιβόητος, περιφορητός, περιφόρητος; Hungarian: hírhedt; Ido: infama; Italian: famigerato; Japanese: 悪名高い; Korean: 악명 높은; Latin: infamis; Norwegian: beryktet; Occitan: infame; Old English: unhlīsful; Polish: niesławny; Portuguese: infame, famigerado; Romanian: infam, nerușinat, ticălos; Russian: бесславный, позорный, печально известный, печально знаменитый; Scottish Gaelic: droch-chliùiteach; Spanish: de mala fama, malfamado, malafamado; Swedish: ökänd, vanärande, vanfrejdad, äreslös; Turkish: alçak, ayıp, iğrenç, kepaze, kötü şöhretli, rezil, rezilane, rezilcesine, utanç verici; Ukrainian: безславний, сумнозві́сний; Westrobothnian: illtjännd