ἀπατηλός

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰτηλός Medium diacritics: ἀπατηλός Low diacritics: απατηλός Capitals: ΑΠΑΤΗΛΟΣ
Transliteration A: apatēlós Transliteration B: apatēlos Transliteration C: apatilos Beta Code: a)pathlo/s

English (LSJ)

ἀπατηλή, ἀπατηλόν (ος, ον Pl.Criti.107d), = ἀπατήλιος, Il.1.526; κόσμος Parm.8.52; λόγου στόλος Emp.17.26; δέσποινα X.Oec.1.20; κακοῦργος καὶ ἀπατηλή Pl.Grg.465b; ἀπατηλὸς λόγος Id.Lg.892d; τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις Id.Cra.407e; σκιαγραφία ἀπατηλός = producing illusion, Id.Criti.107d; στρατηγός App.BC1.112 (Sup.); also, deceptive, opp. γνήσιος, Eus. Mynd.63. Adv. ἀπατηλῶς Iamb.Myst.3.26, Poll.9.135.

Spanish (DGE)

-όν
• Morfología: [fem. -ή Pl.Grg.465b, Hsch.]
I 1engañoso, falaz τέκμωρ ... ἀπατηλόν Il.1.526, κόσμον ἐμῶν ἐπέων ἀπατηλόν Parm.B 8.52, λόγου στόλον οὐκ ἀπατηλόν Emp.B 17.26, λόγος Pl.Lg.892d, κομμωτική, κακοῦργός τε καὶ ἀπατηλή Pl.Grg.465b, τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις Pl.Cra.408a, ἅπτεται τὸ ἀπατηλόν Plu.2.15c, de pers. δέσποινα X.Oec.1.20, στρατηγός App.BC 1.112, γοητεύματα Aristaenet.2.18.41.
2 ilusorio, que produce un efecto engañoso σκιαγραφία Pl.Criti.107d, op. γνήσιος Eus.Mynd.63.
II adv. ἀπατηλῶς = engañosamente Iambl.Myst.3.26, cf. Poll.9.135.

German (Pape)

[Seite 282] betrügerisch, Il. 1, 526; λόγος Plat. Legg. X, 892 d; καὶ κακοῦργος Gorg. 465 b; Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
c. ἀπατήλιος (trompeur, mensonger).

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰτηλός: и 2 обманчивый, лживый, ложный Hom., Xen., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰτηλός: -ή, -όν, (ός, όν, Πλάτ. Κριτί. 107C) = τῷ προηγ., Ἰλ. Α. 526, Παρμεν. Ἀποσπ. 111 (ἴδε λέξ. κόσμοςδέσποινα Ξέν. Οἰκ. 1. 20· κακοῦργος καὶ ἀπατηλή Πλάτ. Γοργ. 465B· ἀπ. λόγος ὁ αὐτ. Νόμ. 892D· τὸ ἀπ. ἐν λόγοις ὁ αὐτ. Κρατ. 107E· σκιαγραφία ἀπατηλός, ἐξαπατῶσα, ὁ αὐτ. Κριτί. 107C ― Ἐπίρρ. -λως Ἰαμβλ. Μυστ. 94, Πολυσ. Θ΄, 135.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀπατηλός, -ή, -όν)
1. πανούργος, δόλιος, ψεύτικος
2. σφαλερός, λανθασμένος.

Greek Monotonic

ἀπατηλός: -ή, -όν ή -ός, -όν, = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.

English (Woodhouse)

deceitful, deceptive, deceiving

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)