ἀπατηλός
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ἀπατηλή, ἀπατηλόν (ος, ον Pl.Criti.107d), = ἀπατήλιος, Il.1.526; κόσμος Parm.8.52; λόγου στόλος Emp.17.26; δέσποινα X.Oec.1.20; κακοῦργος καὶ ἀπατηλή Pl.Grg.465b; ἀπατηλὸς λόγος Id.Lg.892d; τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις Id.Cra.407e; σκιαγραφία ἀπατηλός = producing illusion, Id.Criti.107d; στρατηγός App.BC1.112 (Sup.); also, deceptive, opp. γνήσιος, Eus. Mynd.63. Adv. ἀπατηλῶς Iamb.Myst.3.26, Poll.9.135.
Spanish (DGE)
-όν
• Morfología: [fem. -ή Pl.Grg.465b, Hsch.]
I 1engañoso, falaz τέκμωρ ... ἀπατηλόν Il.1.526, κόσμον ἐμῶν ἐπέων ἀπατηλόν Parm.B 8.52, λόγου στόλον οὐκ ἀπατηλόν Emp.B 17.26, λόγος Pl.Lg.892d, κομμωτική, κακοῦργός τε καὶ ἀπατηλή Pl.Grg.465b, τὸ ἀπατηλὸν ἐν λόγοις Pl.Cra.408a, ἅπτεται τὸ ἀπατηλόν Plu.2.15c, de pers. δέσποινα X.Oec.1.20, στρατηγός App.BC 1.112, γοητεύματα Aristaenet.2.18.41.
2 ilusorio, que produce un efecto engañoso σκιαγραφία Pl.Criti.107d, op. γνήσιος Eus.Mynd.63.
II adv. ἀπατηλῶς = engañosamente Iambl.Myst.3.26, cf. Poll.9.135.
German (Pape)
[Seite 282] betrügerisch, Il. 1, 526; λόγος Plat. Legg. X, 892 d; καὶ κακοῦργος Gorg. 465 b; Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
c. ἀπατήλιος (trompeur, mensonger).
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰτηλός: и 2 обманчивый, лживый, ложный Hom., Xen., Plat., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰτηλός: -ή, -όν, (ός, όν, Πλάτ. Κριτί. 107C) = τῷ προηγ., Ἰλ. Α. 526, Παρμεν. Ἀποσπ. 111 (ἴδε λέξ. κόσμος)· δέσποινα Ξέν. Οἰκ. 1. 20· κακοῦργος καὶ ἀπατηλή Πλάτ. Γοργ. 465B· ἀπ. λόγος ὁ αὐτ. Νόμ. 892D· τὸ ἀπ. ἐν λόγοις ὁ αὐτ. Κρατ. 107E· σκιαγραφία ἀπατηλός, ἐξαπατῶσα, ὁ αὐτ. Κριτί. 107C ― Ἐπίρρ. -λως Ἰαμβλ. Μυστ. 94, Πολυσ. Θ΄, 135.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀπατηλός, -ή, -όν)
1. πανούργος, δόλιος, ψεύτικος
2. σφαλερός, λανθασμένος.
Greek Monotonic
ἀπατηλός: -ή, -όν ή -ός, -όν, = το προηγ., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.