περιχαράκωμα

English (LSJ)

-ατος, τό, entrenchment, Hsch. s.v. [[θρι[γκ]ός]], EM455.55.

German (Pape)

[Seite 600] τό, ein mit Pallisaden, Wällen, Mauern umgebener Ort, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

περιχᾰράκωμα: τό, χαράκωμα πέριξ τινός, Ἡσύχ. ἐν λ. θριγγός, Ἐτυμολ. Μέγ. 455, 55.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ περιχαρακώ
νεοελλ.
η περιχαράκωση
μσν.-αρχ.
περιχαρακωμένος τόπος.