περονατρίς

English (LSJ)

Doric for περονητρίς.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
c. περόναμα.
Étymologie: περονάω.

Greek Monolingual

και περονητρίς, -ίδος, ἡ Α
(δωρ. τ.) δωρικό γυναικείο ένδυμα που στερεωνόταν με περόνη, με πόρπη («τώμπέχονον και τάν περονατρίδα λάζεν», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περονῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. πελεκητρίς)].

Russian (Dvoretsky)

περονᾱτρίς: ίδος ἡ дор. = * περονητρίς.

German (Pape)

dor. = περονητρίς.