περσερόν

Greek Monolingual

το, Ν
φυλή αλόγων βαριάς έλξης που αναπτύχθηκε στην περιοχή Περς της Γαλλίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. percheron < Perche, περιοχή της Βόρειας Γαλλίας].