πεταλίτης

Greek Monolingual

ο, Ν
(ορυκτ.) λευκό, γκρίζο ή άχρωμο αργιλοπυριτικό ορυκτό του λιθίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. petalite < πέταλο + κατάλ. -ίτης].