πετασμός

English (LSJ)

ὁ, spreading out, Al.Nu.23.22.

German (Pape)

[Seite 604] ὁ, das Ausbreiten, Sp.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ πετάννυμι
1. η έκταση, το άπλωμα
2. η πτήση, το πέταγμα.