πετροπόλεμος

Greek Monolingual

ο Ν
1. παιδικό παιχνίδι ανάμεσα σε δύο ομάδες, συνήθως, με το να σημαδεύουν με πέτρες τους αντιπάλους
2. μτφ. αιφνίδιες επιθέσεις εναντίον αντιπάλων.