πετροφυής
English (LSJ)
πετροφυές,
A clinging to rock, πολύπους Ps.-Phoc.49.
II Subst. πετροφυές, τό, = ἀείζων τὸ λεπτόφυλλον, Ps.-Dsc.4.90, cf. 89.
German (Pape)
[Seite 606] ές, an Felsen, Steinen wachsend, daran haftend; πολύπους, Phocyl. 44; τὸ πετροφυές, eine Pflanze, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πετροφυής: -ές, ὁ προσπεφυκὼς ταῖς πέτραις, πολύπους, Ψευδο-Φωκυλ. 44. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., πετροφυές, τό, εἶδος φυτοῦ ἀειζώου, sedum, Διοσκ. 4. 90.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
(για φυτά) αυτός που φύεται πάνω σε πέτρα, ο προσκολλημένος σε πέτρα
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ πετροφυής
το φυτό αείζωον το λευκόφυλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -φυής (< φύω/ φύομαι), πρβλ. λιμνοφυής].