πετρόστεγος

German (Pape)

[Seite 606] mit Stein bedeckt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πετρόστεγος: -ον, ἐστεγασμένος διὰ λίθων, Βυζ.

Greek Monolingual

-ον Μ
1. (για οίκημα) αυτός που έχει πέτρινη στέγη
2. αυτός που ζει κάτω από τα βράχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + -στέγος (< στέγη), πρβλ. χρυσόστεγος].