και πιλάλα, η, Ν1. το γρήγορο τρέξιμο2. (ως επίρρ.) γρήγορα, πηλαλώντας («έφυγε πηλάλα»).[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. πηλαλώ].