πηλάλα

Greek Monolingual

και πιλάλα, η, Ν
1. το γρήγορο τρέξιμο
2. (ως επίρρ.) γρήγορα, πηλαλώντας («έφυγε πηλάλα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. πηλαλώ].