πηλαλώ

From LSJ

ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα → by superficial we mean those that are obvious to all

Source

Greek Monolingual

και πιλαλώ, -άω, Ν
τρέχω πολύ γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἀπηλάλησα του ἀπολαλῶ «φλυαρώ», ενώ κατ' άλλους από το μσν. ἐπιλαλῶ (φλυαρώ, απ' όπου και η γρφ. πιλαλώ). Τέλος, σύμφωνα με μια άλλη άποψη, από το αρχ. ἐπελαύνω.