πηλοφορέω

English (LSJ)

carry clay or carry mortar, Ar.Av.1142, Ec.310 (lyr.), BGU 699.5 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 610] Lehm, Koth tragen, Ar. Av. 1142 Eccl. 310.

French (Bailly abrégé)

πηλοφορῶ :
porter du mortier, être manœuvre.
Étymologie: πηλοφόρος.

Greek Monotonic

πηλοφορέω: μέλ. -ήσω, μεταφέρω πηλό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πηλοφορέω: носить глину Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πηλοφορέω [πηλός, φέρω] klei sjouwen.

Middle Liddell

πηλοφορέω, fut. -ήσω
to carry clay, Ar. [from πηλοφόρος