πηλοφόρι

Greek Monolingual

το, Ν πηλοφόρος
1. ξύλινο σκεύος με το οποίο οι εργάτες μεταφέρουν πηλό, λάσπη στους χτίστες
2. φρ. «δουλεύει πηλοφόρι» — είναι βοηθός κτίστη.