πηνηκίζω

English (LSJ)

cheat, gull, Cratin.319, Hsch. (-ικ- cod., ante πήνην), Suid.; cf. διαπηνηκίζω.

Greek Monolingual

και πηνικίζω Α πηνήκη
φενακίζω, απατώ, εξαπατώ.