ὁ, (πιαίνω) fatness, fat, Ael.NA13.25.
[Seite 612] ὁ, 1) das Fettmachen, Mästen, Düngen. – 2) das Fett, Ael. H. A. 13, 25.
οῦ (ὁ) :engrais.Étymologie: πιαίνω.
πῑασμός: ὁ, (πιαίνω) πάχυνσις, λίπανσις, Αἰλ. π. Ζ. 13. 25.
ὁ, Α πιαίνω1. πάχυνση2. (για αγρό) λίπανση.