πιαίνω

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑαίνω Medium diacritics: πιαίνω Low diacritics: πιαίνω Capitals: ΠΙΑΙΝΩ
Transliteration A: piaínō Transliteration B: piainō Transliteration C: piaino Beta Code: piai/nw

English (LSJ)

A fut. πιᾰνῶ A.Th.587: aor. ἐπίᾱνα Id.Ag.276, Hp.Mul.1.47; poet. πίᾱνα Pi.N.9.23; later ἐπίηνα D.L.1.83:—Pass., fut. πιανθήσομαι LXX Ps.64(65).12: aor. ἐπιάνθην Anan.5.9, Theoc.17.126, (κατ-) Ael NA2.13; but aor. inf. συμ-πιασθῆναι Hp.Epid.7.68 (s. v.l.): pf. πεπίασμαι (κατα-) Pl.Lg.807b, cf. Ael.NA13.25: (πίων): fatten, τὸ σῶμα Hp. l. c.; ἡ γῆ π. τὰ βοτά E.Cyc.333; [τὰς ὗς] Arist.HA603b27; π. χθόνα enrich the soil, of a dead man, A.Th.587; σώμασι πίαναν καπνόν, of bodies being burnt, Pi. l. c.:—Pass., to be or become fat, Semon.7.6, Pl.Lg.807a, Arist.HA520b7, etc.; π. ὁ στάχυς Theoc. 10.47.
II metaph.,
1 increase, enlarge, πλοῦτον Pi.P.4.150 (where ῐ); μυχοὺς πόλεως Xenoph.2.22.
2 make wanton, ἀλλ' ἦ σ' ἐπίανέν τις ἄπτερος φάτις; A.Ag.276; π. τὰ πάθη Porph.Abst.1.34:—Pass., wax fat and wanton, πρᾶσσε, πιαίνου A.Ag.1669 (anap.); ἔχθεσιν πιαίνεσθαι batten on quarrels, Pi.P.2.56; φθόνῳ π. B.3.68.
3 cherish, cheer, ἵππον… π. ὁ τοῦ δεσπότου ὀφθαλμός Anon. ap. Arist.Oec. 1345a3; π. ἑὴν φρένα Opp.H.5.372; μέλος ib.620; μάστακα π. χείλεος εὐαφίῃ AP5.293.16 (Agath.).—Rare in Prose.

German (Pape)

[Seite 612] fett machen, mästen; ἡ γῆ τἀμὰ πιαίνει βοτά, Eur. Cycl. 332; Plat. Legg. VII, 807 a u. Sp., wie Pol. 34, 2, 15; auch = den Erdboden fett machen, ihn düngen, befruchten, sowohl vom Miste, als von den Bewässerungen übertretender Ströme; u. übertr., ἔγωγε μὲν δὴ τήνδε πιανῶ χθόνα, Aesch. Spt. 569; übtr., vermehren, vergrößern, verstärken, Pind. πλοῦτον, P. 4, 150; auch ἔχθεσιν πιαινόμενον, P. 2, 58, der sich daran freu't, vgl. Aesch. ἦ σ' ἐπίανέν τις ἄπτερος φάτις, Ag. 267; med., πιαίνου μιαίνων τὴν δίκην, Ag. 1654; οὐ γὰρ πιαίνει ταῦτα μυχοὺς πόλεως, Xenophan. Col. bei Ath. X, 414 c; auch λόγοις, was B. A. 51, 6 durch παραμυθεῖσθαι erkl. wird. – Opp. Hal. 5, 372 sagt von Fischen ἑὴν φρένα πιαίνοντες, u. 5, 620 πιαίνων ἐς ἄεθλα μέλος αὐδῆς, statt γυμνάζων, παρασκευάζων; von Küssen, πιαίνων μάστακα, Agath. 8 (V, 294); – πεπίασμαι steht Ael. H. A. 13, 25.

French (Bailly abrégé)

f. πιανῶ, ao. ἐπίανα, pf. inus.
Pass. ao. ἐπιάνθην, pf. πεπίασμαι;
1 engraisser;
2 fig. πιαίνειν τινά, rendre qqn heureux, réjouir qqn;
Moy. πιαίνομαι se réjouir.
Étymologie: πίων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιαίνω [πῖαρ] aor. ἐπιᾱ́να, NT ἐπίασα, poët. 3 plur. πίαναν, Ion. ptc. πιήνας, Dor. ptc. πιάξας; aor. pass. ἐπιάνθην, NT ἐπιάσθην; fut. πιᾰνῶ act. vet maken:; τἀμὰ πιαίνει βοτά (de aarde) maakt mijn vee vet Eur. Cycl. 333; overdr. rijk maken:; τήνδε πιανῶ χθόνα μάντις dit land zal ik als ziener rijk maken Aeschl. Sept. 587; οὐ γὰρ πιαίνει ταῦτα μυχοὺς πόλεως want dat maakt de voorraadkamers van de stad niet rijk Xenoph. B 2.22; overdr., geestelijk. ἀλλ’ ἦ σ’ ἐπίανέν τις ἄπτερος φάτις; heeft dan een vluchtig gerucht u het hoofd op hol gebracht? Aeschl. Ag. 276. med.-pass. vet worden, dik worden:; ἐν τρόπῳ βοσκήματος ἕκαστον πιαινόμενον αὐτῶν δεῖ ζῆν; moet ieder van hen leven, terwijl hij zich net als vee vetmest? Plat. Lg. 807a; πιαίνεται ὁ στάχυς οὕτως zo komt de aar tot rijping Theocr. Id. 10.47; overdr.. πρᾶσσε, πιαίνου ga je gang, maak je maar gewichtig Aeschl. Ag. 1669.

Russian (Dvoretsky)

πῑαίνω: (fut. ἐπίᾱνα и πίανα - поздн. ἐπίηνα; pass.: aor. ἐπιάνθην, pf. πεπίασμαι)
1 кормить, откармливать (τὰ βοτά Eur.; τὰς ὗς Arst.);
2 делать тучным, утучнять, удобрять (χθόνα Aesch.); pass. жиреть, (о зерне) наливаться (πιαίνεται ὁ στάχυς Theocr.);
3 приумножать, увеличивать (πλοῦτον Pind.);
4 приводить в восторг, радовать (τινά Aesch.): πιαίνου Aesch. торжествуй.

English (Slater)

πιαίνω
   a act., fatten, increase “ἀγρούς τε πάντας, τοὺς νέμεαι πλοῦτον πᾰαίνων” (P. 4.150) λευκανθέα σώμασι πᾶναν καπνόν (Hermann: σώμασιν ἐπίαναν codd.) (N. 9.23)
   b pass., be fattened by, batten on Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσιν πῖαινόμενον (P. 2.56)

Greek Monolingual

Α πίων
1. παχαίνω κάτι, κάνω κάτι παχύ («πιαίνειν τὸ σῶμα», Ιπποκρ.)
2. παθ. πιαίνομαι
γίνομαι παχύς, παχαίνω («πιαίνεται δὲ πάντα πρεσβύτερα μᾶλλον ἢ νεώτερα ὄντα», Αριστοτ.)
3. (σχετικά με τη γη) λιπαίνω, κοπρίζω («τόνδε πιανῶ γύην μάντις κεκευθὼς πολεμίας ὑπὸ χθονός», Αισχύλ.)
4. (για πτώμα) λιπαίνω το έδαφος, παχαίνω τη γη («χθόνα πιαίνω», Αισχύλ.)
5. σχετικά με καπνό από κάψιμο πτωμάτων) καθιστώ λιπαρό, πυκνό («σώματι πίαναν καπνόν», Πίνδ.)
6. μτφ. αυξάνω, πληθύνω, μεγαλώνω κάτι («βοῶν ξανθάς ἀγέλας ἀφίημ' ἀγρούς τε νέμεαι, πλοῦτον πιαίνων», Πίνδ.)
7. παθ. (για στάχια) μεγαλώνω, αυξάνομαι, χοντραίνω («πιαίνεται ὁ στάχυς οὕτως», Θεόκρ.)
8. μτφ. τονώνω, εμψυχώνω, γεμίζω με πεποίθηση ή θράσος («ἀλλ' ᾖ σε ἐπιανεν ἄπτερος φάτις», Αισχύλ.)
9. μτφ. ενισχύω, τονώνω («ἑὴν φρένα πιαίνοντες» Οππ.)
10. τρέφω, ευφραίνω («μάστακα πιαίνων εὐαφίῃ», Ανθ. Παλ.)
11. παθ. μέ χοντραίνει κάτι, τρέφομαι από κάτι («ψογερὸν Ἀρχίλοχον βαρυλόγοις ἔχθεσσι πιαινόμενον» τον φιλόψογο Αρχίλοχο που χοντραίνει με τις έριδες, Πίνδ.).

Greek Monotonic

πῑαίνω: μέλ. πιᾰνῶ, αόρ. αʹ ἐπίᾱνα, ποιητ. πίανα — Παθ., αόρ. αʹ ἐπιάνθην, παρακ. πεπίασαμαι· (πίων
I. κάνω κάτι παχύ, παχαίνω, σε Ευρ.· πιαίνω χθόνα, παχαίνω, εμπλουτίζω το έδαφος, λέγεται για νεκρό άνθρωπο, σε Αισχύλ. — Παθ., είμαι ή γίνομαι παχύς, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. μεταφ.,
1. αυξάνω, μεγεθύνω, πλοῦτον, σε Πίνδ.
2. κάνω κάποιον αυθάδη ή ακόλαστο, διεγείρω, σε Αισχύλ. — Παθ., αυξάνομαι στην οργή ή διαφθείρομαι, στον ίδ.· ἔχθεσιν πιαίνεσθαι, πλουτίζω σε βάρος άλλου με καυγάδες ή φιλονικίες, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πῑαίνω: μέλλ. πιᾰνῶ Αἰσχύλ. Θήβ. 587· ἀόρ. ἐπίᾱνα ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 276, Ἱππ. 609. 9· ποιητ. πίανα Πινδ. Ν. 9. 55· μεταγενέστ. ἐπίηνα Διογ. Λ. 1. 83. ― Παθητ., μέλλ. πιανθήσομαι Ἑβδ. (Παροιμ. ΙΑ΄, 25, κ. ἀλλ.)· ἀόρ. ἐπιάνθην Θεόκρ. 17. 126, (κατ-) Αἰλ. ἀλλ’ ἀόριστ. ἐπιάσθην (συν-) Ἱππ. 1228G (ἂν μὴ θεωρηθῇ τοῦτο ὡς ἐκ τοῦ πιάζω· ἀλλὰ τότε γραπτέον ἐπιέσθην διότι ὁ διὰ τοῦ α τύπος εἶναι Δωρ.)· πρκμ. πεπίασμαι (κατα-) Πλάτ. Νόμ. 807Β, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 13. 25 (πίων). Παχύνω, Λατιν. saginare, τὸ σῶμα Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἡ γῆ π. τὰ βοτὰ Εὐρ. Κύκλ. 333· π. τὰς ὗς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 21, 6· π. χθόνα, παχύνω τὸν τόπον, τὸ ἔδαφος, ἐπὶ νεκροῦ ἀνθρώπου, Αἰσχύλ. Θήβ. 587· οὕτω, πίαναν καπνόν, ἐπὶ σωμάτων καυθέντων, Πίνδ. ἔνθ’ ἀνωτ. ― Παθ., γίνομαι παχύς, παχύνομαι, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 6, Πλάτ. Νόμ. 807Α, Ἀριστ., κλ.·π. ὁ στάχυς Θεόκρ. 10. 47. ΙΙ. μεταφορ., 1) αὐξάνω, πληθύνω, πλοῦτον Πινδ. Π. 4. 267· μυχοὺς πόλιος Ξενοφάν. 2. 22 Bgk.. 2) κάμνω τινὰ αὐθάδη, ἀκόλαστον, ἀλλ’ ἦ σ’ ἐπίανέν τις... φάτις Αἰσχύλ. Ἀγ. 276. ― Παθ., γίνομαι παχὺς καὶ ἀκόλαστος, πρᾶσσε, πιαίνου αὐτόθι 1669· ἔχθεσιν πιαίνομαι, «παχαίνω μὲ τὰ μαλλώματα», Πίνδ. Π. 2. 101. 3) παχύνω, περιθάλπω, ὠφελῶ, ἵππον... π. ὁ τοῦ δεσπότου ὀφθαλμὸς παρ’ Ἀριστ. ἐν Οἰκ. 1. 6, 4· π. ἑὴν φρένα Ὀππ. Ἁλ. 5. 372· μέλος αὐτόθι 620· μάστακα Ἀνθ. Π. 5. 294. ― Σπάν. παρὰ πεζογράφοις. [ῐ μόνον παρὰ Γρηγ. Ναζ.].

Middle Liddell

πίων
I. to make fat, fatten, Eur.; π. χθόνα to fatten the soil, of a dead man, Aesch.:—Pass. to be or become fat, Plat., etc.
II. metaph.,
1. to increase, enlarge, πλοῦτον Pind.
2. to make wanton, excite, Aesch.: —Pass. to wax fat and wanton, Aesch.; ἔχθεσιν πιαίνεσθαι to batten on quarrels, Pind.

Mantoulidis Etymological

(=παχαίνω κάτι, αὐξάνω). Ἀπό τό ἐπίθ. πίων, πίονος (=παχύς) θηλ. πίειρα. Ἄλλα παράγωγα τοῦ πίων: πῖαρ (=λῖπος), πιαρός (=παχύς), πιαλέος, πίανσις, πιαντήριος, πιαντικός, πίασμα, πιασμός, πιμελή (=πάχος).