πιατέλα

Greek Monolingual

η, Ν
μεγάλο πιάτο, πλατύ και αβαθές, με σχήμα στρογγυλό ή ελλειψοειδές, με το οποίο προσκομίζονται τα φαγητά που παρατίθενται στο τραπέζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. piatt-ella, υποκορ. του piatto].