πιεζογραφία

Greek Monolingual

η, Ν
(φυσ -τεχνολ.) τεχνική που συνίσταται στην καταγραφή της πίεσης με τη βοήθεια ενός πιεζογράφου και χρησιμοποιείται κυρίως στη φυσιολογία για τη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης και τών μεταβολών της, καθώς και για τη μελέτη της μυϊκής συστολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. piezographie < πιέζω + -γραφία].