Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
πιεζομετρία
Greek Monolingual
η, Ν (φυσ.-τεχνολ.) 1. η μέτρηση τών πιέσεων και κυρίως τών υψηλών πιέσεων 2.κλάδος της φυσικής που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της συμπιεστότητας τών υγρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. piezometrie<πιέζω+ -μετρία].